ἐλαιρόν

ἐλαιρόν
ἐλαιρόν, τό, a kind of
A vessel, IG7.3498.52 (Orop., iii/ii B.C.). (Perh. for ἐλαιηρόν (sc. ἀγγεῖον).)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐλαιρόν — vessel neut nom/voc/acc sg ἐλαιρός liquid measure masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιρά — ἐλαιρόν vessel neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”